σκυλεύσῃ

σκυλεύσῃ
σκυλεύσηι , σκύλευσις
fem dat sg (epic)
σκῠλεύσῃ , σκύλλω
torn
fut part act fem dat sg (epic ionic)
σκυλάω
pres part act fem dat sg (epic ionic)
σκῡλεύσῃ , σκυλεύω
strip
aor subj mid 2nd sg
σκῡλεύσῃ , σκυλεύω
strip
aor subj act 3rd sg
σκῡλεύσῃ , σκυλεύω
strip
fut ind mid 2nd sg
σκυλόω
veil
pres part act fem dat sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σκύλευση — η / σκύλευσις, εύσως, ἡ, ΝΑ [σκυλεύω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκυλεύω, η διαρπαγή τών όπλων και άλλων αντικειμένων σκοτωμένου εχθρού, σκυλεία* …   Dictionary of Greek

  • σκύλευση — η διαρπαγή των ενδυμάτων και των όπλων εχθρού που έχει σκοτωθεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκυλευτικός — ή, όν, Μ [σκυλευτής] αυτός που ρέπει στη σκύλευση, ο επιτήδειος στη σκύλευση …   Dictionary of Greek

  • σκύλευμα — τὸ, Α [σκυλεύω] 1. πράγμα που έχει σκυλευθεί, αντικείμενο προερχόμενο από σκύλευση 2. (ειδικότερα στον ενν. και στον πληθ.) τα όπλα που προέρχονται απο σκύλευση σκοτωμένου εχθρού, τα λάφυρα (α. «λαβὼν ἀπαρχὰς πολεμίων σκυλευμάτων», Ευρ. β.… …   Dictionary of Greek

  • ιεροσυλία — Η ανόσια διαρπαγή, η κλοπή αντικειμένων από κάποιο ιερό οικοδόμημα (ναό, τάφο κλπ.), κατά τρόπο ώστε το τελευταίο να υφίσταται διάρρηξη και βεβήλωση. Η λέξη ανάγεται χρονικά στην αρχαιότητα. Με επέκταση της σημασίας της, ο όρος κατέληξε… …   Dictionary of Greek

  • σκυλεία — ἡ Α [σκυλεύω] σκύλευση, λαφυραγωγία («καὶ ἀνέστρεψεν Ἰούδας ἐπὶ τὴν σκυλείαν τῆς παρεμβολῆς», ΠΔ) …   Dictionary of Greek

  • σκυλευμός — ὁ, Μ [σκυλεύω] σκύλευση …   Dictionary of Greek

  • σκυλευτής — ὁ, Α [σκυλεύω] άτομο που σκυλεύει, που επιδίδεται σε σκύλευση …   Dictionary of Greek

  • σκυλοφορία — ἡ, Α [σκυλοφόρος] σκύλευση …   Dictionary of Greek

  • σκυλοφόρος — ποιητ. τ. σκυληφόρος ον, Α 1. αυτός που φέρει μαζί του τα σκύλα, τα λάφυρα που προέρχονται από σκύλευση («Ἑσπερίου Μάρκελλος ἀνερχόμενος πολέμοιο σκυλοφόρος», Κριναγ.) 2. αυτός στον οποίο αφιερώνονται τα σκύλα, αυτός που τά δέχεται («Ζεὺς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”