σκύλευση — η / σκύλευσις, εύσως, ἡ, ΝΑ [σκυλεύω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκυλεύω, η διαρπαγή τών όπλων και άλλων αντικειμένων σκοτωμένου εχθρού, σκυλεία* … Dictionary of Greek
σκύλευση — η διαρπαγή των ενδυμάτων και των όπλων εχθρού που έχει σκοτωθεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκυλευτικός — ή, όν, Μ [σκυλευτής] αυτός που ρέπει στη σκύλευση, ο επιτήδειος στη σκύλευση … Dictionary of Greek
σκύλευμα — τὸ, Α [σκυλεύω] 1. πράγμα που έχει σκυλευθεί, αντικείμενο προερχόμενο από σκύλευση 2. (ειδικότερα στον ενν. και στον πληθ.) τα όπλα που προέρχονται απο σκύλευση σκοτωμένου εχθρού, τα λάφυρα (α. «λαβὼν ἀπαρχὰς πολεμίων σκυλευμάτων», Ευρ. β.… … Dictionary of Greek
ιεροσυλία — Η ανόσια διαρπαγή, η κλοπή αντικειμένων από κάποιο ιερό οικοδόμημα (ναό, τάφο κλπ.), κατά τρόπο ώστε το τελευταίο να υφίσταται διάρρηξη και βεβήλωση. Η λέξη ανάγεται χρονικά στην αρχαιότητα. Με επέκταση της σημασίας της, ο όρος κατέληξε… … Dictionary of Greek
σκυλεία — ἡ Α [σκυλεύω] σκύλευση, λαφυραγωγία («καὶ ἀνέστρεψεν Ἰούδας ἐπὶ τὴν σκυλείαν τῆς παρεμβολῆς», ΠΔ) … Dictionary of Greek
σκυλευμός — ὁ, Μ [σκυλεύω] σκύλευση … Dictionary of Greek
σκυλευτής — ὁ, Α [σκυλεύω] άτομο που σκυλεύει, που επιδίδεται σε σκύλευση … Dictionary of Greek
σκυλοφορία — ἡ, Α [σκυλοφόρος] σκύλευση … Dictionary of Greek
σκυλοφόρος — ποιητ. τ. σκυληφόρος ον, Α 1. αυτός που φέρει μαζί του τα σκύλα, τα λάφυρα που προέρχονται από σκύλευση («Ἑσπερίου Μάρκελλος ἀνερχόμενος πολέμοιο σκυλοφόρος», Κριναγ.) 2. αυτός στον οποίο αφιερώνονται τα σκύλα, αυτός που τά δέχεται («Ζεὺς… … Dictionary of Greek